- συννηπιάζω
- ΜΑγίνομαι κι εγώ νήπιο («πότε συνανεστράφη τοῑς ἀνθρώποις, εἰ μὴ ὅτε συνεγεννήθη μετ' αὐτῶν ἐκ γυναικὸς καὶ συνενηπίασε», Αθανάσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νηπιάζω «σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՏՂԱՅԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0882 Chronological Sequence: 8c ՏՂԱՅԱԿԻՑ ԼԻՆԵԼ. συννηπιάζω una cum aliis infans sum. Կցորդ կամ նման լինել այլոց տղայոց. *Ե՞րբ շրջեցաւ ընդ մարդկան, եթէ ոչ յորժամ ծնաւն ընդ նոսա ʼի կնոջէ, եւ տղայակից եղեւ, եւ աճակից, եւ կատարելակից. Աթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)